O Πέτρος ήταν ένας Έλληνας μετανάστης που είχε δουλέψει όλη τη ζωή του, ό,τι έβγαζε το έκανε κομπόδεμα και ήταν ένας πραγματικός τσιγκούνης όσον αφορούσε τα χρήματά του.
Λίγο πριν πεθάνει λέει στη σύζυγό του. «Βούλα, όταν πεθάνω, θέλω να μαζέψεις όλα μου τα χρήματα και να τα βάλεις στην κάσα μαζί μου. Θέλω να
πάρω τα λεφτά μαζί μου στην επόμενη ζωή.
Έτσι έπεισε τη Βούλα να του υποσχεθεί, με όλη της την καρδιά, πως
όταν εκείνος θα πέθαινε, αυτή θα φρόντιζε να βάλει όλα του τα λεφτά στην...
Λίγο πριν πεθάνει λέει στη σύζυγό του. «Βούλα, όταν πεθάνω, θέλω να μαζέψεις όλα μου τα χρήματα και να τα βάλεις στην κάσα μαζί μου. Θέλω να
πάρω τα λεφτά μαζί μου στην επόμενη ζωή.
Έτσι έπεισε τη Βούλα να του υποσχεθεί, με όλη της την καρδιά, πως
όταν εκείνος θα πέθαινε, αυτή θα φρόντιζε να βάλει όλα του τα λεφτά στην...
κάσα μαζί του.
Λοιπόν, κάποια στιγμή πέθανε. Ο Πέτρος ήταν «ξαπλωμένος στο φέρετρο»,
η γυναίκα του καθόταν εκεί δίπλα μαυροντυμένη φωνάζοντας «Πέτρο, αγάπη
μου, πού πας?» και η κολλητή της φίλη Τασία καθόταν δίπλα της.
Όταν τελείωσε η τελετή, και την ώρα που ο παπάς ετοιμαζόταν να
κλείσει το φέρετρο, η σύζυγος φωνάζει: «Μια στιγμή!!!». Η Βούλα τότε
έβαλε ένα μικρό μεταλλικό κουτί μέσα στο φέρετρο. Και μετά ο παπάς
έκλεισε το φέρετρο και άρχισαν να το κατεβάζουν.
Λέει λοιπόν η Τασία: «Βούλα, ξέρω ότι δε θα ήσουν τόσο χαζή ώστε να βάλεις
όλα τα λεφτά του μέσα στο φέρετρο μαζί του.»
«Άκου Τασία μου» λέει η Βούλα, «Είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη και δεν
μπορώ να αθετήσω τον λόγο μου. Υποσχέθηκα στον Πέτρο ότι θα του έβαζα τα
χρήματά του στην κάσα του»
«Μου λες δηλαδή ότι έβαλες όλα τα λεφτά στην κάσα του;!;!;!;!»
«Φυσικά και το έκανα», είπε η σύζυγος. «Τα μάζεψα όλα μαζί, τα έβαλα
στον λογαριασμό μου, και του έκοψα μία επιταγή. Αν μπορεί να την
εξαργυρώσει, θα μπορεί να τα ξοδέψει κιόλας.»