Αυτή η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ' αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσεως. Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι η οδηγία 2003/88 εφαρμόζεται, καταρχήν, σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων, ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα, με σκοπό τη ρύθμιση ορισμένων στοιχείων της οργανώσεως του χρόνου εργασίας. Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μολονότι η οδηγία επιτρέπει εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της, αυτές προβλέφθηκαν αποκλειστικώς προκειμένου να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, υγείας και τάξεως σε περιστάσεις εξαιρετικής σοβαρότητας και εύρους.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι από την εν λόγω οδηγία προκύπτει ότι κάθε εργαζόμενος δικαιούται ετήσια άδεια μετ' αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Εντούτοις, αφότου λυθεί η σχέση εργασίας, δεν είναι πλέον δυνατό να γίνει πραγματική χρήση της ετήσιας αδείας μετ' αποδοχών. Ακριβώς, όμως, για να αποτραπεί σε τέτοια περίπτωση το ενδεχόμενο ο εργαζόμενος, εξαιτίας της αδυναμίας αυτής, να στερηθεί παντελώς του δικαιώματος αυτού, έστω και σε χρηματική μορφή, η οδηγία ορίζει ότι ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματική αποζημίωση. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι με τη συνταξιοδότηση δημοσίου υπαλλήλου τερματίζεται η σχέση εργασίας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, κατά τη συνταξιοδότησή του, δημόσιος υπάλληλος δικαιούται χρηματική αποζημίωση για την ετήσια άδεια μετ' αποδοχών της οποίας δεν έκανε χρήση εξαιτίας του ότι δεν άσκησε τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας.
Πάντως, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία δεν απαγορεύει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων βάσει των οποίων παρέχονται στον δημόσιο υπάλληλο επιπλέον δικαιώματα αδείας μετ' αποδοχών, πέραν της αδείας μετ' αποδοχών ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων. Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατό η εθνική νομοθεσία να μην προβλέπει την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως εφόσον ο συνταξιοδοτούμενος δημόσιος υπάλληλος δεν ήταν σε θέση να κάνει χρήση αυτών των επιπλέον δικαιωμάτων εξαιτίας του ότι δεν άσκησε τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι η οδηγία απλώς καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις οι οποίες είναι ευνοϊκότερες όσον αφορά την προστασία των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, επιτρέπεται το εθνικό δίκαιο να προβλέπει δικαίωμα ετήσιας αδείας μετ' αποδοχών, διαρκείας μεγαλύτερης των τεσσάρων εβδομάδων, το οποίο παρέχεται υπό τις προϋποθέσεις κτήσεως και χορηγήσεως που καθορίζει το εν λόγω εθνικό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο εκτιμά ότι απόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν αν θα παρέχονται στους δημοσίους υπαλλήλους επιπλέον δικαιώματα αδείας μετ' αποδοχών, πέραν της αδείας μετ' αποδοχών ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων, προβλέποντας ή όχι δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως του συνταξιοδοτούμενου δημοσίου υπαλλήλου σε περίπτωση κατά την οποία αυτός δεν ήταν σε θέση να κάνει χρήση αυτών των επιπλέον δικαιωμάτων εξαιτίας του ότι δεν άσκησε τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας. Ομοίως, στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την παροχή των δικαιωμάτων αυτών.
Τέλος, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά πρόσφατη νομολογία του, η οδηγία απαγορεύει εθνική διάταξη βάσει της οποίας, με την πρόβλεψη περιόδου μεταφοράς διάρκειας εννέα μηνών, μετά την παρέλευση της οποίας το δικαίωμα ετήσιας αδείας μετ' αποδοχών αποσβένεται, περιορίζεται το δικαίωμα συνταξιοδοτούμενου δημοσίου υπαλλήλου να λάβει σωρευτικά χρηματικές αποζημιώσεις για τις ημέρες ετήσιας αδείας μετ' αποδοχών των οποίων δεν έκανε χρήση λόγω αδυναμίας προς εργασία. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει, στο πλαίσιο οποιασδήποτε περιόδου μεταφοράς, να διασφαλίζεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα να διαθέτει, εφόσον χρειάζεται, χρόνο για την αναπλήρωση δυνάμεων ο οποίος να μπορεί να ληφθεί τμηματικά, να μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προγραμματισμού και να είναι διαθέσιμος σε βάθος χρόνου, η δε περίοδος μεταφοράς πρέπει να υπερβαίνει ουσιωδώς τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς για την οποία έχει παρασχεθεί. Στην υπό κρίση υπόθεση, όμως, η καθορισθείσα περίοδος μεταφοράς (εννέα μηνών), έχει χρονική διάρκεια μικρότερη της περιόδου αναφοράς (ενός έτους).
Πηγή:http://www.newsit.gr